- Δεσποινῶν
- Δέσποιναmistressfem gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δεσποινῶν — δέσποινα mistress fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωστός — ή, ό (AM ζωστός, ή, όν) ο ζωσμένος («ζωστό ξίφος») μσν. το θηλ. ως ουσ. (στο Βυζ.) ἡ ζωστή τίτλος και αξίωμα τών δεσποινών τής βασιλικής αυλής τών οποίων έργο ήταν να ντύνουν και να καλλωπίζουν τη βασίλισσα, η κοσμήτρια. [ΕΤΥΜΟΛ. Ρηματ. επίθ. σε… … Dictionary of Greek